Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκώνια

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκώνια Medium diacritics: προκώνια Low diacritics: προκώνια Capitals: ΠΡΟΚΩΝΙΑ
Transliteration A: prokṓnia Transliteration B: prokōnia Transliteration C: prokonia Beta Code: prokw/nia

English (LSJ)

ἄλφιτα, τά, groats of fresh or unroasted barley, Hp.Mul. 2.110: without ἄλφιτα, IG22.1672.280, Lycurg.Fr.83, Ar.Byz. ap. Harp., etc.; but expld. as groats of wheat and barley, Anticl.Fr.17, as πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι, Did. ap. Harp., as κάχρυς κατηριγμέναι μετ' ἀρωμάτων, Demon 22: written πρόκωνα, Poll.6.77:—also πυροὶ προκωνίαι Hp.Nat.Mul.58.

Greek (Liddell-Scott)

προκώνια: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τά, τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν ἄλφιτα, Ἱππ. 638, 5, Λυκοῦργ. κ. ἄλλ. παρ’ Ἁρποκρ., Γαλην., Φώτ., κλπ.· ὡσαύτως πυροὶ προκωνίαι, Ἱππ. 581. 20· ὡσαύτως πρόκωνα, Πολυδ. Ϛ΄, 77. ― Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: «προκώνια: Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου. Δίδυμος προκώνια φησὶν “ἐστὶ πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι”, Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν οὕτω φασὶν ὀνομάζεσθαι, ἔοικε δὲ καὶ ἐκ πυρῶν καὶ κριθῶν γίνεσθαι, ὡς Αὐτοκλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει. Δήμων δὲ ἐν τῷ περὶ Θυσιῶν φησι “καὶ προκώνιά ἐστι κάχρυς κατηρειγμέναι μετὰ ἀρωμάτων”».

Greek Monolingual

και πρόκωνα [ενν. ἄλφιτα], τὰ, Α
χονδροαλεσμένοι σπόροι φρέσκου ή άψητου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κῶνος «κουκουνάρι» με την έννοια ότι οι αλεσμένοι σπόροι δεν ήταν δυνατόν να πλάθονται].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: with or ithout ἄλφιτα, flour of barley (Hp., Att. inscr.); s. the Thesaurus.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

German (Pape)

τά, = πρόκωνα.