πληθυντικός
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
πληθυντική, πληθυντικόν, plural, περὶ τῶν ἑνικῶν καὶ π. ἐκφορῶν, title of work by Chrysippus: ὁ π. (with or without ἀριθμός) D.T.635.30, D.H. Amm.1.9, A.D.Pron.11.2, al.; τὰ π. Longin.23.3; αἱ π. χρήσεις, opp. αἱ ἑνικαί, Ath.7.299a. Adv. πληθυντικῶς = in the plural, Str.9.1.20.
German (Pape)
[Seite 632] vermehrend, vergrößernd; – bei den Gramm. ὁ πληθυντικὸς ἀριθμός = der Plural, daher πλ. = im Plural, in der Mehrzahl, Gegensatz ἑνικός, Ath. VII, 299 a; – auch adv., Gramm. oft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété d'augmenter ; t. de gramm. ὁ πληθυντικός (ἀριθμός) le pluriel.
Étymologie: πληθύνω.
Greek (Liddell-Scott)
πληθυντικός: -ή, -όν, ὁ πληθύνων, Εὐστ. Πονημάτ. 14. 10. 2) ὁ πλ. (μετὰ τοῦ ἀριθμὸς ἢ ἄνευ αὐτοῦ), ὡς καὶ νῦν παρὰ τοῖς γραμμ., Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9, Ἀθήν. 373C· αἱ πλ. χρήσεις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἑνικαί, ὁ αὐτ. 299Α. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ πληθυντικῷ ἀριθμῷ, Στράβ. 397, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πληθυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πληθύνω
φρ. «πληθυντικός αριθμός» ή, απλώς, «πληθυντικός»
γραμμ. ο αριθμός στην κλίση ονομάτων και ρημάτων που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
νεοελλ.
φρ. «του μιλώ στον πληθυντικό» — απευθύνομαι σε κάποιον με σεβασμό ή με τυπικότητα χρησιμοποιώντας στον λόγο μου το ρήμα και την αντωνυμία του β' προσώπου στον πληθυντικό αριθμό
μσν.
αυτός που έχει την ικανότητα να αυξάνει, να πληθαίνει κάτι («ἡ αὔξησις καὶ ἡ πληθυντικὴ πλήρωσις», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «αἱ πληθυντικαὶ χρήσεις» ή, απλώς, «τὰ πληθυντικά» — η χρησιμοποίηση του πληθυντικού αριθμού.
επίρρ...
πληθυντικῶς ΜΑ
στον πληθυντικό αριθμό («λέγουσι δὲ καὶ πληθυντικῶς Ἀφίδνας», Στράθ.).