ἀλειπτικός

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλειπτικός Medium diacritics: ἀλειπτικός Low diacritics: αλειπτικός Capitals: ΑΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aleiptikós Transliteration B: aleiptikos Transliteration C: aleiptikos Beta Code: a)leiptiko/s

English (LSJ)

ἀλειπτική, ἀλειπτικόν, of or for the anointer (ἀλείπτης), trained under him, Plu.2.619a:—ἀλειπτικὴ (sc. τέχνη) art of training, Ti.Locr.104a; ἀλειπτικὰ συγγράμματα, treatises thereon, Iamb.VP5.25; ἀλειπτικὴ ἐπιμέλεια, kind of massage, Sor.2.38. Adv. ἀλειπτικῶς = like an ἀλείπτης, Sch.Ar.Eq.492.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): fem. -ά Ti.Locr.104a
I 1relativo al entrenamiento o preparación de atletas ἀλειπτικὰ συγγράμματα Iambl.VP 25
subst. ἡ ἀλειπτική arte o ciencia del entrenamiento Alex.Aphr.in Top.152.25, cf. Ti.Locr.l.c.
τὸ ἀ. actividad atlética, IBeroeae 7A.18 (II d.C.).
2 aficionado al atletismo Plu.2.619a.
II adv. -ῶς como un entrenador o masajista glos. a παιδοτριβικῶς Sch.Ar.Eq.492.

German (Pape)

[Seite 91] zum Salben gehörig, ἡ ἀλειπτική, sc. τέχνη, die Kunst des ἀλείπτης, Tim. Locr. 194 a u. Sp.; οἱ ἀλειπτικοί, in der Ringkunft geübt, Plut. Symp. 1, 2. – Adv., Schol. Ar. Equ. 490.

Russian (Dvoretsky)

ἀλειπτικός: занимающийся гимнастическими упражнениями (ἀ. καὶ κυνηγετικός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀλείπτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, ὁ ὑπ’ αὐτὸν ἀσκηθείς, Πλουτ. 2. 619Α. - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀλείπτου, τοῦ προγυμναστοῦ, Τίμ. Λοκρ. 104Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ἀλείπτης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 492.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλειπτικός) ἀλείπτης
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη
2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη του αλείπτη.