ἀλειπτικός
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἀλειπτική, ἀλειπτικόν, of or for the anointer (ἀλείπτης), trained under him, Plu.2.619a:—ἀλειπτικὴ (sc. τέχνη) art of training, Ti.Locr.104a; ἀλειπτικὰ συγγράμματα, treatises thereon, Iamb.VP5.25; ἀλειπτικὴ ἐπιμέλεια, kind of massage, Sor.2.38. Adv. ἀλειπτικῶς = like an ἀλείπτης, Sch.Ar.Eq.492.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): fem. -ά Ti.Locr.104a
I 1relativo al entrenamiento o preparación de atletas ἀλειπτικὰ συγγράμματα Iambl.VP 25
•subst. ἡ ἀλειπτική arte o ciencia del entrenamiento Alex.Aphr.in Top.152.25, cf. Ti.Locr.l.c.
•τὸ ἀ. actividad atlética, IBeroeae 7A.18 (II d.C.).
2 aficionado al atletismo Plu.2.619a.
II adv. -ῶς como un entrenador o masajista glos. a παιδοτριβικῶς Sch.Ar.Eq.492.
German (Pape)
[Seite 91] zum Salben gehörig, ἡ ἀλειπτική, sc. τέχνη, die Kunst des ἀλείπτης, Tim. Locr. 194 a u. Sp.; οἱ ἀλειπτικοί, in der Ringkunft geübt, Plut. Symp. 1, 2. – Adv., Schol. Ar. Equ. 490.
Russian (Dvoretsky)
ἀλειπτικός: занимающийся гимнастическими упражнениями (ἀ. καὶ κυνηγετικός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλειπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀλείπτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, ὁ ὑπ’ αὐτὸν ἀσκηθείς, Πλουτ. 2. 619Α. - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀλείπτου, τοῦ προγυμναστοῦ, Τίμ. Λοκρ. 104Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ἀλείπτης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 492.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλειπτικός) ἀλείπτης
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη
2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη του αλείπτη.