ὀστάριον
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
τό, Dim. of ὀστέον,
A little bone, PTeb.1.18 (ii/i B.C.), AP11.96 (Nicarch.), Damocr. ap. Gal.14.94, Tz.H.10.231; small piece of bone, Heliod. ap. Orib.46.11.30, Dsc.Eup.1.235.
II stone, kernel, of nuts, etc., Id.1.118, Alex.Trall.8.2, Paul.Aeg.6.24.
German (Pape)
[Seite 398] τό, dim. von ὀστέον, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit os;
2 grain de nèfle.
Étymologie: ὀστέον.
Russian (Dvoretsky)
ὀστάριον: (ᾰ) τό косточка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὀστέον, μικρὸν ὀστοῦν, Ἀνθ. Π. 11. 96 Τζέτζ.
Greek Monotonic
ὀστάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ὀστέον, μικρό κόκαλο, κοκαλάκι, σε Ανθ.