χειρογραφία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A report in writing, PTeb.64 (a).54 (ii B.C.).
2 declaration attested by oath, written testimony, χ. ὅρκου βασιλικοῦ ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας PRev.Laws 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χ. PAmh.2.35.31 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρογραφία: ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χειρογράφος
ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)
αρχ.
1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση
2. χειρόγραφο
3. τυπική έκφραση.