κεφαλαλγικός

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγικός Medium diacritics: κεφαλαλγικός Low diacritics: κεφαλαλγικός Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kephalalgikós Transliteration B: kephalalgikos Transliteration C: kefalalgikos Beta Code: kefalalgiko/s

English (LSJ)

κεφαλαλγική, κεφαλαλγικόν,
A suffering from headache, Hp.Coac.283; inclined to headache, Gal.6.438, 15.125.
II causing headache, Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754.
III τὰ κ. symptoms of headache, Hp.Prorrh.1.103.

German (Pape)

[Seite 1428] ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, -ή, -όν) κεφαλαλγής
ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ' ὑπέρ τοῦτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, κεφαλαλγικός», Γαλ.
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεφαλαλγικά
τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.