φίμωσις
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A muzzling, silencing, of death, πρὶν φθάσαι τὴν φ. Vett.Val.257.13.
II stopping up an orifice, e.g. of the eye, Gal.18(2).812, PMed.Strassb.p.6.
2 phimosis, contraction of the prepuce, Antyll. ap. Orib.50.5.1.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, das Verschließen, Versperren, Verengen eines Ganges, einer Öffnung, bes. am menschlichen Leibe, z. B. des Afters, des Muttermundes, Medic. – Vgl. φιμός.
Wikipedia EN
Phimosis (from Greek φίμωσις phimōsis 'muzzling') is a condition in which the foreskin of the penis cannot stretch to allow it to be pulled back past the glans. A balloon-like swelling under the foreskin may occur with urination. In teenagers and adults, it may result in pain during an erection, but is otherwise not painful. Those affected are at greater risk of inflammation of the glans, known as balanitis, and other complications.
Greek (Liddell-Scott)
φίμωσις: -εως, ἡ, (ἢ φῖμος), ἔμφραξις, στένωσις ὀπῆς, φίμους τοὺς ἐν τοῖς αἰδοίοις χαλᾷ Διοσκ. Δ΄, 90 (92), ἔνθα φιμός· «φῖμος ἐστὶν ἡ τῶν φυσικῶν πόρων κατάκλεισις» Γαλην. Ὅροι τ. 2, σ. 274.
Greek Monolingual
η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
φιμῶ / -ώνω
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.
Translations
phimosis
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: Phimose; el: φίμωση; en: phimosis; eo: fimozo; es: fimosis; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: fimosis; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: fimose; ro: fimoză; ru: фимоз; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis