εὔπλοος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοος Medium diacritics: εὔπλοος Low diacritics: εύπλοος Capitals: ΕΥΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eúploos Transliteration B: euploos Transliteration C: eyploos Beta Code: eu)/ploos

English (LSJ)

εὔπλοον, contr. εὔπλους, εὔπλουν, (πλέω)
A good for sailing, fair, seaworthy, εὔπλοος πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1.
II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue heureusement.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοος: стяж. εὔπλους 2 благоприятный для мореходов (ὅρμος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.

Greek Monotonic

εὔπλοος: -ον (πλέω), καλός για ιστιοπλοΐα, ευνοϊκός στο ταξίδι, εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, μακάρι να φθάσει σε φιλικό λιμάνι, σε Θεόκρ.