πατριῶτις
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ιδος, fem. of πατριώτης, π. γῆ,
A = πατρίς, E.Heracl. 755 (lyr.); π. στολήone's own country's dress, said by a barbarian, Luc.Scyth.3.
II Ἄρτεμις π. IG5(1).602.11 (Sparta).
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, fem. von πατριώτης; π. γῆ = πατρίς, Eur. Heracl. 755; π. στολή ist Landestracht, Luc. scyth. 3; φωνή, D. C. 39, 38.
French (Bailly abrégé)
ώτιδος
adj. f.
qui concerne la patrie, de la patrie, du pays.
Étymologie: πάτριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατριῶτις -ιδος, ἡ [πατριά] landgenote; adj.. πατριῶτις στολή traditionele kleding Luc. 68.3.
Russian (Dvoretsky)
πατριῶτις: ῐδος adj. f
1 родная (γῆ Eur.);
2 туземная (στολή Luc.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πατριώτης.
Greek Monotonic
πατριῶτις: -ιδος, θηλ. του πατριώτης, πατριώτις γῆ = πατρίς, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πατριῶτις: -ιδος, θηλυκ. τοῦ πατριώτης, π. γῆ = πατρίς, Εὐρ. Ἡρακλ. 755· στολὴ πατριῶτις, στολή, ἱματισμὸς τῆς πατρίδος τινός, λέγεται ἐπὶ βαρβάρου, Λουκ. Σκύθης 3. ΙΙ. Ἄρτεμις π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 11.