ἀποικονομέω

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικονομέω Medium diacritics: ἀποικονομέω Low diacritics: αποικονομέω Capitals: ΑΠΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: apoikonoméō Transliteration B: apoikonomeō Transliteration C: apoikonomeo Beta Code: a)poikonome/w

English (LSJ)

manage so as to get rid of a thing, Antyll. ap. Orib. 6.6.1:—Med., πᾶν πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς get rid of them by one's manner of life, Hierocl.p.51A., cf. Plot.1.4.6,5.9.1, Procl. in Prm.p.497 S.:—Pass., to be removed, Herod.Med. ap. Orib.10.37.17.

Spanish (DGE)

1 en v. act. retirar, apartar βάρος Antyll. en Orib.6.6.1.
2 en v. med. quitarse de encima πᾶν πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς Hierocl.p.51, ταῦτα γὰρ οὐκ αὐτῇ φύσει ἀλλὰ παρόντα μόνον φεύγει ὁ λογισμὸς ἀποικονομούμενος estos objetos, que no existen por naturaleza sino que son transitorios, el pensamiento los rehúye apartándolos de sí Plot.1.4.6, τὸ λυπηρόν Plot.5.9.1, συμβουλεύει ἐκλέγεσθαί τι ἢ ἀποικονομεῖσθαι τῶν ἐπιτηδευμάτων Procl.in Prm.651.39
c. compl. de direcc. transportar εἰς τὴν σκηνὴν διὰ τάχους ἀποικονομεῖσθαι δεῖ (al enfermo), Herod.Med. en Orib.10.37.17.

German (Pape)

[Seite 304] verbrauchen, vertheilen, zu entfernen suchen, Hierocl. Stob. 39, 36; φευκτὸν καὶ ἀποικονόμητον, zu entfernen, Arr. Ep. 4, 1, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικονομέω: ἐξοικονομῶ τὸ πρᾶγμα οὕτως, ὥστε νὰ ἀπαλλαγῶ ὑποθέσεως τινος, Πλωτῖν. σ. 331, 555: - Μεσ., κατορθώνω διὰ καταλλήλου βίου ν’ ἀπαλλαχθῶ τινος, ὧν οὕνεκά φημι δεῖν ἀποικονομεῖσθαι πᾶν καὶ πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς τὸν πατρίδι χρησόμενον καλῶς Ἱεροκλ. ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 229. 36, Ἐκλογ. 2. 214.