φίσκος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A fiscus, basket, crate, ἀργυρωμάτων Ostr.Bodl. iii 290 (i A. D.).
II the Imperial Treasury, χωρία τὰ ὑπὸ τοῦ φ. πραθέντα IG22.1100.4, cf. OGI669.21 (Egypt, i A. D.), PRyl.157.23 (ii A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
φίσκος: -ου, ὁ, τὸ Λατ. fiscus, τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον ἢ βαλλάντιον τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ αὐτοκρατορικὸν ταμεῖον, χωρία τὰ ὑπὸ τοῦ φ. πραθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 354. 4, πρβλ. 1933, 2015, κ. ἀλλαχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο δημόσιος θησαυρός του ρωμαϊκού κράτους, το δημόσιο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fiscus «καλάθι, κοφίνι, βασιλικό, δημόσιο ταμείο»].