ἀκμαστικός

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμαστικός Medium diacritics: ἀκμαστικός Low diacritics: ακμαστικός Capitals: ΑΚΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akmastikós Transliteration B: akmastikos Transliteration C: akmastikos Beta Code: a)kmastiko/s

English (LSJ)

ἀκμαστική, ἀκμαστικόν,
A = ἀκμαῖος, Hp. Septim.28; ἀ. πυρετός Gal.10.615, of a continuous fever; ἀ. πρόσωσα persons in their prime, Cat.Cod.Astr.2.173.
2 = ἀκμαῖος 1.2, σχήματα Hermog.Id.1.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está en su momento culminante ἡλικία Hp.Hebd.28, cf. Gal.12.558, πρόσωπα Cat.Cod.Astr.2.173, πυρετός Gal.10.615
de pers. que está en la flor de la vida, en lo mejor de la edad subst. οἱ ἀκμαστικοί Steph.in Hp.Progn.188.25.
2 ret. culminante σχήματα Hermog.Id.1.10 (p.273).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμαστικός: -ή, -όν, = ἀκμαῖος, ἀκμ. πυρετός, Γαλην. 10, 615, ἐπὶ συνεχοῦς πυρετοῦ, ὁπότε ἡ θερμοκρασία διατηρεῖται ὑψηλὴ διαρκῶς· ἐπίσης ὁμότονος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοδ. Μετοχ. 59.

Greek Monolingual

ἀκμαστικός, -ή, -ὸν (Α) ἀκμάζω
ο ακμαίος.

German (Pape)

ἀκμαῖος, Sp.