λειόβατος
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ὁ, a fish,
A skate or ray, Pl.Com.137, Arist.HA566a32; another name for the ῥίνη acc. to Ath.7.312b: but distinguished from the ῥίνη by Archestr.Fr.46.
II = ὁ ὁμαλὸς τόπος, Suid. Cf. λεώβατος.
German (Pape)
[Seite 24] ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
raie, poisson.
Étymologie: λεῖος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λειόβᾰτος: ὁ зоол. скат Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λειόβᾰτος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων ὅμοιος νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ῥίνη κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 319Ε.
Greek Monolingual
λειόβατος, ὁ (Α)
1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος
2. το ψάρι ρίνα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. του λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος, χαλκόβατος].