κεδρίς

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίς Medium diacritics: κεδρίς Low diacritics: κεδρίς Capitals: ΚΕΔΡΙΣ
Transliteration A: kedrís Transliteration B: kedris Transliteration C: kedris Beta Code: kedri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A fruit of κεδρελάτη, Id.Mul.2.192, Nat. Mul.32, Dsc.1.77; also, juniper-berry, Ar.Th.486.
II juniper, Juniperus communis, Thphr. HP 1.9.4, etc.

German (Pape)

[Seite 1411] ίδος, ἡ, die Frucht der Ceder, auch die Wachholderbeere; Ar. Th. 586; Theophr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρίς -ίδος, ἡ [κέδρος] jeneverbes.

Russian (Dvoretsky)

κεδρίς: ίδος ἡ кедровый орех Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπός, ὁ κῶνος κέδρου, κεδρόκοκκον (πρβλ. δαφνίς, ὁ καρπὸς τῆς δάφνης, ἀμυγδαλίς, τῆς ἀμυγδαλῆς, ἀρκευθίς, τῆς ἀρκεύθου), Διοσκ. 1. 105, Ἀριστοφ. Θεσμ. 486· πρβλ. κέδρον.
ΙΙ. θάμνος ὅμοιος κέδρῳ, πιθαν. εἶδος σχοίνου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 4, κτλ.

Greek Monolingual

κεδρίς, ἡ (Α) κέδρος
1. καρπός της κεδρελάτης
2. καρπός του φυτού άρκευθος
3. το φυτό άρκευθος.