ἀπογηράσκω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr. HP 7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα.. ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.
Spanish (DGE)
envejecer de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.Aph.2.20, Morb.2.55, Arist.PA 658b20, Alex.278 (cód.)
•del narciso, Thphr.HP 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι TEracl.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d.
French (Bailly abrégé)
vieillir.
Étymologie: ἀπό, γηράσκω.
German (Pape)
(γηράσκω), veralten, absterben, Theogn. 821; Hippocr.; ἀπογηράς, part. aor., Alex. bei Ath. VI.36f.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογηράσκω: стариться, стареть Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.
Greek Monotonic
ἀπογηράσκω: μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
Middle Liddell
to grow old, Theogn.