πάλλαξ

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλλαξ Medium diacritics: πάλλαξ Low diacritics: πάλλαξ Capitals: ΠΑΛΛΑΞ
Transliteration A: pállax Transliteration B: pallax Transliteration C: pallaks Beta Code: pa/llac

English (LSJ)

ακος [prob. ᾱ], ὁ, youth, below the age of an ἔφηβος, Ael. Dion.Fr.172: fem., girl, Gell.4.3:—also πάλληξ, GDI5704.7 (Samos, iii/ii B. C.), Ar. Byz. ap. Ammon.p.37 V., Corn.ND20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 452] ακος, ὁ, ἡ, eigtl. = νέος, Jüngling, Mädchen, bes. der Geliebte, die Geliebte, u. vorzugsweise das Kebsweib, im Gegensatze zur rechtmäßigen Gattinn, VLL., die auch πάλληξ anführen und es auf πάλλω zurückführen, das Alter, in welchem der menschliche Körper die größte Schwungkraft besitzt; vgl. aber das lat. pellex, und μέλλαξ, μεῖραξ. Auch Παλλάς, άδος, soll nach den Alten damit zusammenbangen. Vgl. Strab. XVII, 816.

French (Bailly abrégé)

πάλλακος (ὁ, ἡ)
jeune homme, jeune fille.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek (Liddell-Scott)

πάλλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, κυρίως, νεανίας μόλις νεώτερος τοῦ ἐφήβου, ἴδε ἐν λ. Παλλάς· πάλληξ ἐν Κορνούτ. π. Θεῶν Φυσ. 20· - τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς, παλληκάριον ἢ -κάρι. - Κατὰ τοὺς Δωρ., πάλλαξ, = παλλακίς, Ἐτυμολ. Μέγ. 649, 57.

Greek Monolingual

πάλλαξ, -ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α)
1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία
2. το θηλ. α) νέα γυναίκα
β) παλλακίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ
βούπαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή με αθέματη μορφή].