σκιασμός

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐασμός Medium diacritics: σκιασμός Low diacritics: σκιασμός Capitals: ΣΚΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skiasmós Transliteration B: skiasmos Transliteration C: skiasmos Beta Code: skiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = σκίασμα (shadow cast) 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27.
2 a disease, perhaps specks before the eyes, Id.210.5.
3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.

German (Pape)

[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.

Greek (Liddell-Scott)

σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.

Spanish

visita de una sombra, visita de un espectro

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.
(II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).

Léxico de magia

visita de una sombra o visita de un espectro φύλαξόν με ἀπὸ παντὸς δαίμονος ... καὶ παντὸς ἀγγέλου καὶ φαντάσματος καὶ σκιασμοῦ guárdame de todo demon, de todo ángel, fantasma y visita de una sombra P IV 2701