ὁμοδίαιτος

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁμοδίαιτον, living with others or eating with others, D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.Demon.5, Gal.6.598; τινι Ph.2.32, al.; τῇ νόσῳ Luc.Abd.5; ὁ. τοῖς πολλοῖς common to the generality, Id.Hist.Conscr.16.

German (Pape)

[Seite 333] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même genre de vie que, τινι ; fig. ὁμοδίαιτος τῇ νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.
Étymologie: ὁμός, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδίαιτος:
1 ведущий такой же образ жизни: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;
2 повседневный, привычный: ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. βίος 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.

Spanish

compañeras de convivencia

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῖς πολλοῖς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].

Greek Monotonic

ὁμοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· ὁμοδίαιτα τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμο-δίαιτος, ον, δίαιτα
living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.

Léxico de magia

-ον fem. plu. compañeras de convivencia de las Fortunas del cielo χαίρετε, ... σεμναὶ καὶ ἀγαθαὶ παρθένοι, ἱεραὶ καὶ ὁμοδίαιτοι τοῦ μινιμιρροφορ os saludo, piadosas y nobles doncellas, sagradas y compañeras de convivencia de minimirrophor P IV 668