ἀκατάτακτος
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
English (LSJ)
ἀκατάτακτον,
A not reduced to order, Procl.in Prm.p.560S.; abstract, Ps.-Alex.Aphr.in SE38.13.
II unclassified, of sources of income, BCH6.14 (Delos, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no comprometido, no asignado subst. τὰ ἀκατάτακτα fondos sin asignar ἐκ τῶν ἀκατατάκτων ID 442A.96, 120 (II a.C.)
•no organizado op. κατατεταγμένος: αἱ κατατεταγμέναι μονάδες εἰκόνες εἰσὶ τῶν ἀκατατάκτων Procl.in Prm.727, cf. Simp.in Cat.27.23, 53.8, 56.2.
2 independiente, no comprometido de la unidad ἄσχετον εἶναι καὶ ἀκατάτακτον ἐν πάσαις ταῖς τοῦ ἑνοειδοῦς διαιρέσεσιν Dion.Ar.EH 76.10.
3 desordenado Dexipp.in Cat.26.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάτακτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατατάξῃ, προσδιορίσῃ, Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάτακτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) κατατάσσω
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσει
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ.
2. ο ατακτοποίητος
«ακατάτακτος βιβλιοθήκη»
αρχ.
ο ακαθάριστος (ως οικονομικός όρος)
«ἀκατάτακτοι πρόσοδοι».
Translations
independent
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل, حُرّ; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست, سەربەخۆ; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập