ποδάνιπτρον

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτρον Medium diacritics: ποδάνιπτρον Low diacritics: ποδάνιπτρον Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: podániptron Transliteration B: podaniptron Transliteration C: podaniptron Beta Code: poda/niptron

English (LSJ)

τό, water for washing the feet in, mostly pl., Od.19.504; π. ποδῶν ib.343: sg., π. ἐκχεῖν Ar.Fr.306; dub. in Com.Adesp.35 (cod. Et.Gen.):—later ποδόνιπτρον, Ph.2.472, J.AJ 8.2.5, Iamb.Protr.21. ιά.

German (Pape)

[Seite 642] τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau d'un bain de pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδάνιπτρον -ου, τό [ποδανιπτήρ] badwater voor voeten.

Russian (Dvoretsky)

ποδάνιπτρον: (ᾰ) τό тж. pl. вода для омовения ног, ножная ванна Hom., Arph.

English (Autenrieth)

(νίπτω): water for washing the feet, Od. 19.343 and 504.

Greek Monolingual

τὸ, Α
νερό για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου ποδαπό-νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον είναι μτγν.].

Greek Monotonic

ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, νερό για το πλύσιμο των ποδιών μέσα σ' αυτό, σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, (νίζω) ὕδωρ πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.

Middle Liddell

ποδά-˘νιπτρον, ου, τό, νίζω
water for washing the feet in, in plural, Od.