ποδάνιπτρον
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, water for washing the feet in, mostly pl., Od.19.504; π. ποδῶν ib.343: sg., π. ἐκχεῖν Ar.Fr.306; dub. in Com.Adesp.35 (cod. Et.Gen.):—later ποδόνιπτρον, Ph.2.472, J.AJ 8.2.5, Iamb.Protr.21. ιά.
German (Pape)
[Seite 642] τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
eau d'un bain de pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδάνιπτρον -ου, τό [ποδανιπτήρ] badwater voor voeten.
Russian (Dvoretsky)
ποδάνιπτρον: (ᾰ) τό тж. pl. вода для омовения ног, ножная ванна Hom., Arph.
English (Autenrieth)
(νίπτω): water for washing the feet, Od. 19.343 and 504.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νερό για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου ποδαπό-νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον είναι μτγν.].
Greek Monotonic
ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, νερό για το πλύσιμο των ποδιών μέσα σ' αυτό, σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, (νίζω) ὕδωρ πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.
Middle Liddell
ποδά-˘νιπτρον, ου, τό, νίζω
water for washing the feet in, in plural, Od.