μέλπηθρα

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλπηθρα Medium diacritics: μέλπηθρα Low diacritics: μέλπηθρα Capitals: ΜΕΛΠΗΘΡΑ
Transliteration A: mélpēthra Transliteration B: melpēthra Transliteration C: melpithra Beta Code: me/lphqra

English (LSJ)

τά, (μέλπω) means of playing, plaything: Hom. (only in Il.) always in plural, of an unburied corpse, sport, plaything, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο a sport of dogs, 13.233; κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι 17.255.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. au plur.
amusement, jouet.
Étymologie: μέλπω.

Greek Monolingual

μέλπηθρα, τὰ (Α)
1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα
σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρο)].