ἐπιδώτης
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ἐπιδώτου, ὁ, giver, distributor, the Bountiful, epithet of gods, esp. Zeus at Mantinea, Paus.8.9.2, cf. Plu.2.1102e:—hence Ἐπιδώτειον = Epidoteion, τό, temple at Epidaurus, IG4.1492.24.
German (Pape)
[Seite 940] ὁ, = ἐπιδότης (der Schenkende, Beiw. des Zeus in Mantinea, Paus. 8, 9, 2; Plut. non posse 22.), s. Nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« le dispensateur », ép. de divers dieux.
Étymologie: ἐπιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδότης: ου ὁ даятель, податель (τῶν θεῶν ὁ μέν ἐστιν ἐπιδότης, ὁ δὲ ἀλεξίκακος Plut.).
Greek Monolingual
ἐπιδώτης, ὁ (Α)
(επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί-δω-μι)].
Translations
distributor
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör