Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστεφής

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστεφής Medium diacritics: περιστεφής Low diacritics: περιστεφής Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: peristephḗs Transliteration B: peristephēs Transliteration C: peristefis Beta Code: peristefh/s

English (LSJ)

περιστεφές,
A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.
II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.

Russian (Dvoretsky)

περιστεφής:
1 увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2 обвивающий(ся) (κισσός Eur.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.

Greek Monotonic

περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.

Middle Liddell

περι-στεφής, ές στέφω
I. wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, Soph.
II. act. twining, encircling, κισσός Eur.