καρχαρίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, a kind of shark, so called from its saw-like teeth, Pl.Com.173.13, Mnesim.4.36 (anap.), Thphr. HP 4.7.2, Numen. ap. Ath.7.327a: metaph., ἁ γαστὴρ ὑμέων κ. Sophr.46.
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, eine Haifischart, nach den scharfen Zähnen benannt, Ath. I, 5 d u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καρχᾱρίας: -ου, ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος οὕτω καλουμένου ἐκ τῶν ὀξέων αὐτοῦ ὀδόντων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306D, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1.13, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 5D.―Κατὰ Κοραῆν (ἐν σημ. Ξενοκρ. σ. 72) «κύνας δέ, ὃ πρῶτον ἔταξεν Ὀππιανός, ἄγριον ἐπονομάσας. καὶ εἶεν ἂν οὗτοι οἱ καὶ καρχαρίαι καλούμενοι (Γαλλ. requins) πάντων ὠμοβορώτατοι τῶν κυνῶν. οὓς καὶ σκύλλας, πρὸς δὲ καὶ λαμίας (καθὰ καὶ νῦν ἔτι καλοῦμεν αὐτὰς ἐν τῇ συνηθείᾳ) ἐκάλουν ἕτεροι, ὥς φησι Νίκανδρος (παρὰ τῷ Ἀθην. 306), τὰς αὐτὰς οὔσας ταῖς ὑπὸ τοῦ Ὀππιανοῦ (Ἁλ. Α´, 370, Ε´, 36 καὶ 358) καλουμέναις λάμναις» κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM καρχαρίας)
θαλάσσιο αδηφάγο ψάρι με πριονωτά κοφτερά δόντια, σκυλόψαρο
νεοελλ.
ζωολ.
1. ονομασία είδους και, παλαιότερα, γένους σελαχίων ιχθύων
2. γενική κοινή ονομασία πλευροτρηματικών σελαχίων της ομοταξίας τών χονδριχθύων
3. μτφ. (για ανθρώπους) αδηφάγος, άρπαγας, πλεονέκτης
αρχ.
μτφ. αχόρταστος, που δεν χορταίνει («ἁ δὲ γαστὴρ ὑμέων καρχαρίας» — η κοιλιά σας δεν χορταίνει, Σώφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + επίθημα -ίας (πρβλ. αλαζονίας, νεανίας)].