καταγνυπόομαι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Pass., to be weak, in pf. Pass. κατεγνυπῶσθαι, Hsch., EM236.40; κατεγνυπωμένον cj. in Plu.2.753c. Adv. κατεγνυπωμένως lazily, Men.1020; cf. γνύπετος.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être faible LSJ.
Étymologie: κατά, γνυπόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
καταγνῡπόομαι: ἐν τῷ Παθ. πρκμ. κατεγνυπῶσθαι· «ὁτὲ μὲν ἁβρῶς διαιτᾶσθαι καὶ τρυφᾶν, ὁτὲ δὲ κατηφῆ εἶναι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. 236. 40· Ἐπίρρ. κατεγνυπωμένως, νωθρῶς, ἀνάνδρως, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 361 (Φώτιος)· πρβλ. καταγρυπόω καὶ ἴδε γνυπετός.
Russian (Dvoretsky)
καταγνῡπόομαι: быть слабым; только part. pf. pass. κατεγνυπωμένος слабый, бессильный (Plut. - v.l. κατεγρυπωμένος).