περίτροπος
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
(proparox.), ον, turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12: Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
περίτροπος: круговой, вращательный (κίνησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτρέπω
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.