πρέσβευμα

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβευμα Medium diacritics: πρέσβευμα Low diacritics: πρέσβευμα Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΜΑ
Transliteration A: présbeuma Transliteration B: presbeuma Transliteration C: presvevma Beta Code: pre/sbeuma

English (LSJ)

-ατος, τό, ambassador, in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.

German (Pape)

[Seite 698] τό, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936 Suppl. 173, beide Male im plur., vgl. Valck. Diatr. 194, Plut. Timol. 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
collect. les membres d'une ambassade, ambassade.
Étymologie: πρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβευμα -ατος, τό [πρεσβεύω] gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβευμα: ατος τό (только pl.) члены посольства, посольство Eur., Plut.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πρεσβεύω
1. πρεσβευτής
2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία
3. αποστολή πρέσβεων.

Greek Monotonic

πρέσβευμα: τό, πρεσβεία, σώμα πρέσβεων, σε πληθ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβευμα: τό, πρεσβευτής, ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. παίδευμα, κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.