συνταγματικός
English (LSJ)
συνταγματική, συνταγματικόν, of or like a σύνταγμα 4; συνταγματικά regular treatises, opp. ὑπομνηματικά, Ammon.in Cat.4.4, cf. Phlp.in Cat.3.12, Simp. in Cat.4.20.
Greek (Liddell-Scott)
συνταγμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σύνταγμα ἢ ὅμοιος πρὸς σύνταγμα (4)· τὰ συνταγματικά, διεξοδικὴ καὶ τακτικὴ πραγματεία, ἀντίθετ. τῷ ὑπομνηματικά, Ἀμμών.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνταγματικός, -ή, -όν, ΝΑ σύνταγμα, -ατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας
2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός»)
3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα («συνταγματικές ελευθερίες»)
4. αυτός που διοικεί ή διοικείται με βάση το σύνταγμα («συνταγματικό πολίτευμα»)
5. φρ. α) «συνταγματικά δικαιώματα»
(νομ.) σύνολο δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το σύνταγμα και τα οποία διασφαλίζουν την απαρακώλυτη έκφραση του προσώπου ως ατόμου, ως κοινωνού και ως πολίτη του κράτους δικαίου
β) «συνταγματικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος της νομικής επιστήμης που ασχολείται με τη συστηματική παρουσίαση, τη μελέτη και την έρευνα τών συνταγματικών κειμένων είτε αυτά ανήκουν είτε δεν ανήκουν στο υπό τυπική έννοια σύνταγμα
γ) «συνταγματικός [ή καταστατικός] χάρτης» — το σύνταγμα μιας χώρας
δ) «συνταγματικό δικαστήριο»
(νομ.) δικαστήριο το οποίο ελέγχει την τήρηση του συντάγματος είτε σε σχέση με ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα της εκτελεστικής εξουσίας είτε με πράξεις της και κρίνει κατά πόσο τα όργανα της πολιτείας ενεργούν στα πλαίσια της αρμοδιότητας τους
ε) «συνταγματικές σχέσεις»
γλωσσ. οι συστηματικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τα γλωσσικά στοιχεία κατά τη συνεμφάνισή τους με άλλα στοιχεία στον λόγο σε αναφορά με ό,τι προηγείται ή έπεται κάθε στοιχείου, λ.χ. στη φρ. ο Γιώργος διάβασε το βιβλίο, συνταγματικές είναι οι σχέσεις μεταξύ τών στοιχείων ο και Γιώργος, δηλαδή σχέση προσδιορίζοντος και προσδιοριζόμενου με απαρτισμο ονοματικής φρ., μεταξύ τών στοιχείων ο Γιώργος και διάβασε, δηλαδή σχέση υποκειμένου του ρήματος, δράστη και δράσης και μεταξύ του διάβασε και το βιβλίο, δηλαδή σχέση ρήματος, αντικειμένου του ρήματος, δράσης και αποτελέσματος της δράσης
στ) «συνταγματικός άξονας»
γλωσσ. ο οριζόντιος άξονας πάνω στον οποίο μπορούν να παρασταθούν σχηματικά οι συνταγματικές σχέσεις, δηλαδή μία από τις δύο διαστάσεις της γλώσσας νοούμενης ως σύστημα — η δεύτερη είναι ο παραδειγματικός άξονας — στην οποία τα γλωσσικά στοιχεία συνδυάζονται, συσχετίζονται και λειτουργούν για την επίτευξη της επικοινωνίας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύγγραμμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) συνταγματικά
διεξοδική και προσεκτικά συντεταγμένη πραγματεία.
επίρρ...
συνταγματικώς και συνταγματικά Ν
σύμφωνα με το σύνταγμα.
German (Pape)
ή, όν, vom σύνταγμα, dazu gehörig, Sp. Dah. τὰ συνταγματικά, wohl geordnete, gut ausgeführte Schriften, im Gegensatz von ὑπομνηματικά, Ammon.