ὁμοιάζω
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
(ὅμοιος)
A to be like, interpol. in Ev.Marc.14.70, v.l.inEv.Matt.23.27.
II trans., compare, liken, Diom.p.365K.
German (Pape)
[Seite 334] gleich sein, gleichen, N. T.
French (Bailly abrégé)
comparer;
NT: ressembler à ; être comme.
Étymologie: ὅμοιος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιάζω: быть похожим NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιάζω: (ὅμοιος) εἶμαι ὅμοιος, Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 70. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
English (Strong)
from ὅμοιος; to resemble: agree.
English (Thayer)
(ὅμοιος (cf. Winer's Grammar, 25)); to be like: L Tr text WH marginal reading; where see Fritzsche, p. 658f; (on the dative cf. Winer's Grammar, § 31,1h.). Not found elsewhere. (Compare: παρομοιάζω.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὁμοιάζω: (ὅμοιος), είμαι όμοιος, παρεμφερής με, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὁμοιάζω, ὅμοιος
to be like, NTest.
Chinese
原文音譯:Ðmoi£zw 何妹阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:有如(化)
字義溯源:相像,相同,相似;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 相同(1) 可14:70