ὕφυγρος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ὕφυγρον,
A somewhat moist, Arist.Pr.867b35.
II filled with fluid, Poll.4.197; Glossaria on ὕπομβρον, Gal.19.149.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφυγρος: -ον, ὀλίγον τι ὑγρός, Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, 1. ΙΙ. πλήρης ὑγροῦ, Πολυδ. Δ΄, 197, Γαλην. τ. 19, 1. 14, 9, πρβλ. ὕπομβρος.
Russian (Dvoretsky)
ὕφυγρος: влажный, потный (τὸ πρόσωπον Arst.).
German (Pape)
ein wenig naß od. feucht, Arist. Probl. 2.17; überhaupt = ὕφυδρος, φλύκταινα Poll.