δίωτος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ῐ], ον, (οὖς, ὠτός) two-eared; of vessels, two-handled, Pl. Hp.Ma.288d; καδίσκος AnticlId.13; ψυκτήρ OGI214.57 (Branchidae, iii B. C.); πίναξ IG22.120.44.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. diota Hor.C.1.9.8]
de dos asas χύτραι Pl.Hp.Ma.288d, καδίσκος Anticl.22 (= Autoclides 1), ψυκτήρ Didyma 424.57 (III a.C.), πίνακες χαλκοῖ δίωτοι tablillas de bronce de dos asas para ser colgadas IG 22.120.44 (IV a.C.)
•subst. fem. diota, jarra de dos asas, deprome ... merum diota Hor.l.c.
German (Pape)
[Seite 650] (οὖς), mit zwei Ohren, Henkeln; χύτραι; Plat. Hipp. mai. 288 d; Ath. XI, 473 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux anses.
Étymologie: δίς, οὖς.
Russian (Dvoretsky)
δίωτος: с двумя ушками или ручками (χύτραι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δίωτος: -ον, (οὖς, ὠτός) δύο ὦτα ἔχων· ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· καδίσκος Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.
Greek Monolingual
δίωτος, -ον (Α)
(για σκεύη και αγγεία) αυτό που έχει δύο λαβές, χερούλια («δίωτος αμφορέας»).
Greek Monotonic
δίωτος: -ον (δίς, οὖς), αυτός που έχει δύο αυτιά, δύο χερούλια, σε Πλάτ.
Middle Liddell
adj [δίς, οὖς]
two-eared: two handled, Plat.