θαλυκρός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ά, όν, hot, glowing, ἁπάντῃ πάντα θ. ἐγώ Call.Fr.anon. 69; θ. κέντρον ἐρωμανίης AP5.219 (Agath.):—hence θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1185] warm, erhitzend; θαλ. κέντρον ἐρωμανίης Agath. 15 (V, 220); Suid. erkl. διάπυρος. Übertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, auch frech, Hesych., der sogar ἀναιδές, πανοῦργον dafür setzt.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλῡκρός: пламенный, жгучий (κέντρον ἐρωμανίης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλῡκρός: -ά, -όν, θερμός, «καίων», διάπυρος, θ. κέντρον ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαλυκρός, -ά, -όν (Α)
θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» — καυτό κεντρί ερωτικής μανίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το -κ- στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν μάλλον αναλογικούς μεταπλασμούς. Κατά το θαλυκρός σχηματίστηκε το επίθ. αλυκρός].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: warm, glowing (Call. Fr. anon. 69, AP 5, 219), in H. = ἰταμόν, λαμπρόν, βλοσυρόν, ἀναιδές, πανοῦργον, with θαλυκρέονται ψεύδονται H.
Derivatives: θαλύ<πτ>εσθαι φλέγεσθαι; θαλύψαι θάλψαι, πυρῶσαι; θαλυσσόμενος φλεγόμενος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Beside the present θαλύσσομαι the aorist had θαλύψαι (Schulze GGA 1897, 874; Schwyzer 704). The connection with θάλπω is explained by Brugmann I.2 1, 596, Gramm.4 137 (s. also Schwyzer 296), assuming that -π- represents a kʷ, "dessen labialer Nachschlag in θαλύσσομαι usw. in die vorausgehende Silbe getreten sei mit daraus folgender Beibehaltung des -κ-"; both forms can be explained from *dʰal-ukʷ- followed by i̯ or s. In θαλυκρός we have k after u. S. on θάλπω. - Unclear ἀλυκρός, s. 1. ἀλέα warmth.
Frisk Etymology German
θαλυκρός: {thalukrós}
Meaning: heiß, glühend (Kall. Fr. anon. 69, AP 5, 219), nach H. auch = ἰταμόν, λαμπρόν, βλοσυρόν, ἀναιδές, πανοῦργον, mit θαλυκρέονται· ψεύδονται H.
Derivative: Daneben θαλύ<πτ>εσθαι· φλέγεσθαι; θαλύψαι· θάλψαι, πυρῶσαι; θαλυσσόμενος· φλεγόμενος H.
Etymology: Neben dem Gutturalstamm in θαλυκρός, θαλύσσομαι repräsentieren θαλύ<πτ>εσθαι und θαλύψαι offenbar analogische Neubildungen (Schulze GGA 1897, 874; vgl. Schwyzer 704). Die erwünschte Verbindung mit θάλπω sucht Brugmann Grundr.2 1, 596, Gramm.4 137 (s. auch Schwyzer 296) in der Weise zustandezubringen, daß er in -π- ein idg. qu̯ sieht, dessen labialer Nachschlag in θαλύσσομαι usw. in die vorausgehende Silbe getreten sei mit daraus folgender Beibehaltung des -κ-; alles wenig überzeugend. Nach θαλυκρός entstand ἀλυκρός, s. 1. ἀλέα Wärme. Oder hat zu ἀλέα ein *ἀλύσσομαι, ἀλυκρός existiert, wozu durch Kreuzung mit θάλπω θαλύσσομαι, θαλυκρός? (vgl. Güntert Reimwortbildungen 159).
Page 1,650-651