ὑψίπυργος

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐ́πυργος Medium diacritics: ὑψίπυργος Low diacritics: υψίπυργος Capitals: ΥΨΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypsípyrgos Transliteration B: hypsipyrgos Transliteration C: ypsipyrgos Beta Code: u(yi/purgos

English (LSJ)

ὑψίπυργον, high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑψίπυργοι ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.

German (Pape)

mit hohen Türmen; Κόρινθος Simonds. 85 (XIII.26); Οἰχαλία Soph. Trach. 353; πατρίς Eur. Tr. 376; πόλις Aesch. Eum. 658; hoch wie ein Turm, ἐλπίδες Suppl. 90.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπυργος:
1 высокобашенный (πόλις Aesch.; Οἰχαλία Soph.);
2 высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλίπυργος].

Greek Monotonic

ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πυργος, ον,
high-towered, Aesch., Soph.