μορίδες

From LSJ
Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορίδες Medium diacritics: μορίδες Low diacritics: μορίδες Capitals: ΜΟΡΙΔΕΣ
Transliteration A: morídes Transliteration B: morides Transliteration C: morides Beta Code: mori/des

English (LSJ)

μάντεις, Hsch. μορίδιος, Glossaria on μορόεις, Sch.Nic. Al. 134. μορίες· μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek Monolingual

μορίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάντεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. του μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37)
πρβλ. βάτος.