γλώσσημα

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλώσσημα Medium diacritics: γλώσσημα Low diacritics: γλώσσημα Capitals: ΓΛΩΣΣΗΜΑ
Transliteration A: glṓssēma Transliteration B: glōssēma Transliteration C: glossima Beta Code: glw/sshma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = γλῶσσα II.2, Quint.Inst.1.8.15, M.Ant.4.33.
II tongue or point of a dart, A.Fr.152.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): át. γλωττ- Et.Gud.315.9
1 punta de lanza κάμακος εἶσι κάμακος γλώσσημα διπλάσιον A.Fr.152.
2 gram. palabra obsoleta que debe ser explicada o glosada, glosa Quint.Inst.1.8.15, αἱ πάλαι συνήθεις λέξεις γλωσσήματα νῦν M.Ant.4.33, cf. Et.Gud.l.c.

German (Pape)

τό,
1 ungebräuchliches, veraltetes Wort, M.Anton. 4.33.
2 Aesch. frg. 141 bei Schol. Pind. N. 6.85 κάμακος, die Spitze.

Russian (Dvoretsky)

γλώσσημα: ατος τό
1 кончик, острие (κάμακος Aesch.);
2 глоссема (непонятное слово, устарелое или областное, нуждающееся в пояснении) Quint.

Greek (Liddell-Scott)

γλώσσημα: τό, = γλῶσσα ΙΙ. 2, Μ. Ἀντων. 4. 33, Διοσκ. 3, 151. 4, 90. 2) ἀντίθ. τῷ γλῶσσα, ἡ λέξις, δι’ ἧς ἄχρηστος, ἀπηρχαιωμένη, ἢ ξενικὴ λέξις ἑρμηνεύεται, Κόϊντ. 1. 8, 15. ΙΙ. ἡ γλῶσσα ἢ αἰχμὴ βέλους, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 151.

Greek Monolingual

το (AM γλώσσημα) γλώσσα
1. λέξη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον
2. ερμήνευμα μιας τέτοιας λέξης
νεοελλ.
μονάδα γλωσσικής εκφράσεως για τη δήλωση μιας έννοιας
μσν.
γλώσσα, όργανο του στόματος
αρχ.
αιχμή βέλους.