διεκτείνω
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
stretch out, extend, v.l. in Hp.Mochl.38 for δεῖ ἐκτ-, cf. Hero Bel.99.1:—Pass., fut. -τᾰθήσομαι Iamb.in Nic.p.71P.
Spanish (DGE)
1 estirar, extender τὸν τόνον διὰ τοῦ καλουμένου ἐντονίου Hero Bel.99.1, en v. pas. ἡ προκοπὴ τῶν πολυγώνων Iambl.in Nic.71.
2 en v. med. extenderse ἄνωθεν δὲ τοῖς ἐντέροις ἐπίκειται διεκτεταμένος ὁ ἐπίπλους en la parte superior de los intestinos se sitúa en toda su extensión el epiplón Ruf.Anat.53, ἀπὸ ἧς κοιλότητος διεκτέταται ὑπεροχή desde esta cavidad se extiende una apófisis Ruf.Oss.11.
German (Pape)
[Seite 618] durch- u. ausstrecken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω διὰ μέσου, Ἱππ. Μοχλ. 863 (διάφ. γρ. δεῖ ἐκτ-), Ἥρων Βελ. 135.