αὐτοματισμός

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομᾰτισμός Medium diacritics: αὐτοματισμός Low diacritics: αυτοματισμός Capitals: ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: automatismós Transliteration B: automatismos Transliteration C: aftomatismos Beta Code: au)tomatismo/s

English (LSJ)

ὁ, that which happens of itself, chance, Hp.Acut. (Sp.) 57, Alcid.Soph. 25 (pl.), D.H.1.4, J.AJ10.11.7; κατ' αὐτοματισμόν Phleg.Mir.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lo que acontece por sí mismo, azar en giros adv. de manera espontánea, espontáneamente sin prep. οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἀλλ' αὐτοματισμῷ no deliberada sino espontáneamente D.H.Comp.25.21, αὐτοματισμῷ τινι I.AI 10.280, c. prep. ὁ θεὸς ἐν αὐτοματισμῷ ἔχρησε Didyma 278.7 (imper.), δι' αὐτοματισμόν τινα D.H.1.4, κατὰ τὸν αὐτὸν ... αὐτοματισμὸν ἄνευ γνώμης D.H.Comp.25.18.

German (Pape)

[Seite 399] ὁ, das freiwillige Thun; gew. was ohne menschliches Zuthun geschieht, Zufall, Hippocr., u. öfter Dion. Hal., καὶ τύχη C. V. 22; κατ' αὐτοματισμόν, wie ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου. Bei Alcidam. Soph. 677, 31 ist αὐτοματισμοί = αὐτοσχεδιασμοί

Russian (Dvoretsky)

αὐτομᾰτισμός:самопроизвольность, случайность (τύχης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοματισμός: ὁ, τὸ ἀφ’ ἐαυτοῦ συμβαῖνον, τύχη, Ἱππ. 406, Διον. Ἁλ. 1. 4.

Greek Monolingual

αὐτοματισμός, ο αυτοματίζω
νεοελλ.
1. το να συντελείται κάτι αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά
2. η εκτέλεση πράξεων κατά τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο
αρχ.
αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.