συννεάζω

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννεάζω Medium diacritics: συννεάζω Low diacritics: συννεάζω Capitals: ΣΥΝΝΕΑΖΩ
Transliteration A: synneázō Transliteration B: synneazō Transliteration C: synneazo Beta Code: sunnea/zw

English (LSJ)

to be young with another, συννεάζων ἡδὺ παῖς νέῳ πατρί E.Fr.317.6: abs., σ. καὶ συγγηράσκειν Alciphr.2.3; join in youthful wantonness, Philostr.VS2.21.2.

German (Pape)

zugleich jung sein, mit Andern die Jugend zubringen; Eur. bei Stob. Flor. 71.7; Alciphr. 2.3. – Auch = συννεανιεύομαι, Philostr. v.Soph. 2.10.

Russian (Dvoretsky)

συννεάζω: вместе проводить юность (τινί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συννεάζω: εἶμαι νέος ὡς καὶ ἄλλος τις ἢ διέρχομαι τὴν νεότητά μου μετ’ ἄλλου τινός, συννεάζων ἡδὺ παῖς νέῳ πατρὶ Εὐρ. Ἀποσπ. 319· ἀπολ., σ. καὶ συγγηράσκειν Ἀλκίφρων 2. 3, 9· ὁμοῦ διάγω βίον ἁρμόζοντα εἰς νεάζοντα, τινί, μετά τινος, Φιλόστρ. 603.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. περνώ τα χρόνια της νεότητας μου μαζί με άλλον (α. «τῷ νέῳ σοι βασιλεῖ συννεάζουσιν», Μιχ. Ακομ.
β. «καὶ συννεάσαιμεν ἀλλήλοις καὶ συγγηράσαιμεν καὶ, νὴ τοὺς θεούς, συνθάνοιμεν», Αλκίφρ.)
2. παραμένω κι εγώ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεάζω «είμαι νέος»].