λωτόεις

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτόεις Medium diacritics: λωτόεις Low diacritics: λωτόεις Capitals: ΛΩΤΟΕΙΣ
Transliteration A: lōtóeis Transliteration B: lōtoeis Transliteration C: lotoeis Beta Code: lwto/eis

English (LSJ)

λωτόεσσα, λωτόεν, overgrown with lotus, πεδία λωτοῦντα (v.l. -εῦντα) lotus-plains, Il.12.283; or. blooming (λωτέω ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
couvert de fleurs de lotus.
Étymologie: λωτός.

German (Pape)

εσσα, εν, lotosreich, mit Lotos bewachsen, πεδία λωτεῦντα, Il. 12283, wo Bekker mit Aristarch λωτοῦντα liest, Andere ein Verbum λωτέω annahmen, das »blühen« bedeute.

Russian (Dvoretsky)

λωτόεις: όεσσα, όεν (только nom.-acc. pl. n λωτεῦντα) поросший лотосами, покрытый цветами лотоса (πεδία Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτόεις: εσσα, εν, κατάφυτος ἐκ λωτοῦ, πεδία λωτεῦντα (ἢ -οῦντα), πεδιάδες πλήρεις λωτοῦ, Ἰλ. Μ. 283. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ θαλερός, εὐανθὴς (πρβλ. λωτέω, ΙΙ).

Greek Monolingual

λωτόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῦντα» — πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ' άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. -όεις, (πρβλ. αστερόεις, κρινόεις)].

Greek Monotonic

λωτόεις: -εσσα, -εν, κατάφυτος με λωτούς, πεδία λωτεῦντα (Ιων. αντί λωτόεντα), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λωτόεις, εσσα, εν
overgrown with lotus, πεδία λωτεῦντα (ionic for -όεντἀ lotus-plains, Il.