ἐντεριώνη
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ, inmost part, pith or heart-wood of plants, Hp.Mul. 1.78, Thphr. HP 3.17.5, 1.2.6, Porph.Gaur.3.3, Luc.VH2.37.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 parte interior, corazón, médula bot. σικύης ἐντεριώνη Hp.Mul.1.78, cf. Dsc.Eup.2.83.3, Thphr.HP 1.2.6, de arbustos y árboles, Thphr.HP 3.12.1, 13.4, 5.1.9, Gal.5.602, Plu.2.269a, Basil.Hex.5.7 (p.81)
•de frutos pulpa Luc.VH 2.37, Aët.6.13, Orib.45.29.2, incluidas las pepitas, Gr.Nyss.Hom.Opif.20.290
•esp. anat. ἐντεριώνη τῶν νεύρων médula, parte interna de los nervios Gal.5.602, 645.
2 entom. γῆς ἐντεριώνη = gusano, lombriz ἢ ὡς ἕλμιγγα ἤτοι γῆς ἐντεριώνην καταλείψω Epiph.Const.Haer.71.6.2.
3 p. ext., náut. la parte interna y más profunda de la nave, panza Hdn.Gr. en Sch.Ar.Eq.1185a, glos. a ἐντερόνεια Hsch.
German (Pape)
[Seite 855] ἡ, = Folgdm, Arist. plant. 2, 8; nach Theophr. = μήτρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐντεριώνη: ἡ сердцевина (τῶν φυτῶν Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεριώνη: ἡ, τὸ ἐσώτατον μέρος, ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· μήτρα δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, οἷον ἐν τοῖς ὀστοῖς μυελός. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· ἔνιοι δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐντεριώνη· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ ἔνδον», πρβλ. ἐντερόνεια.
Greek Monolingual
η (AM ἐντεριώνη)
το εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας τών φυτών, καρδιά, ψίχα.