χρύσασπις

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσασπις Medium diacritics: χρύσασπις Low diacritics: χρύσασπις Capitals: ΧΡΥΣΑΣΠΙΣ
Transliteration A: chrýsaspis Transliteration B: chrysaspis Transliteration C: chrysaspis Beta Code: xru/saspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ, with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d'or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.

Russian (Dvoretsky)

χρύσασπις: ῐδος (ῡ) adj. с золотым щитом или оружием (Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.

English (Slater)

χρῡσασπις with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)

Greek Monolingual

-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκασπις].

Greek Monotonic

χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

χρύ¯σ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with shield of gold, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

with golden shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)