φερέπολις

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέπολις Medium diacritics: φερέπολις Low diacritics: φερέπολις Capitals: ΦΕΡΕΠΟΛΙΣ
Transliteration A: pherépolis Transliteration B: pherepolis Transliteration C: ferepolis Beta Code: fere/polis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, upholding the city, Τύχη Pi.Fr.39; poet. also φερέπτολις, Opp.H.1.197, Nonn. D. 2.86, al.

German (Pape)

[Seite 1261] ιος, die Stadt, den Staat tragend, erhaltend, τύχη Pind. frg. 14. S. φερέπτολις.

Russian (Dvoretsky)

φερέπολις: ιος adj. поддерживающий существование города, хранящий государство (τύχη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ σῴζων ἢ διαφυλάττων τὴν πόλιν, Τύχῃ Πινδ. Ἀποσπ. 14· ποιητ. ὡσαύτως φερέπτολις. Βασιλῆα φερέπτολιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 197· φεπέπτολιν Ἀτθίδα νύμφην Νόνν. Διονυσ. 2. 86.

English (Slater)

φερέπολις upholder of cities φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39.

Greek Monolingual

και φερέπτολις, -ιος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό-πολις / -πτολις, φυγό-πολις / -πτολις)].