ἄστιος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
α, ον, = ἀστικός, δίκα GDI4976 (Crete), IG5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); πεντηκοστὴ ἡ ἀ. ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): Ϝάστιος ICr.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)
de la ciudad, celebrado en la ciudad δίκα ICr.l.c., IG 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. IG 11(2).287A.9 (Delos III a.C.).
Greek Monolingual
ἄστιος, -α, -ον (Α)
αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός.
ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].