λυμαντήριος

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήριος Medium diacritics: λυμαντήριος Low diacritics: λυμαντήριος Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: lymantḗrios Transliteration B: lymantērios Transliteration C: lymantirios Beta Code: lumanth/rios

English (LSJ)

α, ον, injurious, destructive, δεσμά A.Pr.991: c. gen., destroying, ruining, γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438; τῶνδε οἴκων Id.Ch.764.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nuisible, funeste à ou pour, gén..
Étymologie: λυμαντήρ.

German (Pape)

[ῡ], schmählich behandelnd, verletzend, schadend; δεσμὰ λυμαντήρια, Aesch. Prom. 993; auch κεῖται γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος, der das Weib verletzt, Ag. 1413, wie ἐπ' ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων Ch. 753.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήριος: II
1 разрушитель, погубитель (τῶνδε οἴκων Aesch.);
2 осквернитель, совратитель (τῆς γυναικός Aesch.).
оскорбительный, позорящий, позорный (δεσμά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· μετὰ γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, γάμος λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.

Greek Monolingual

λυμαντήριος, -ία, -ον (Α) λυμαντήρ
ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.

Middle Liddell


injurious, destructive, Aesch.: c. gen. destroying, ruining, Aesch.

English (Woodhouse)

harmful, injurious, ruinous, causing ruin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)