προκατακρίνω

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακρίνω Medium diacritics: προκατακρίνω Low diacritics: προκατακρίνω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: prokatakrínō Transliteration B: prokatakrinō Transliteration C: prokatakrino Beta Code: prokatakri/nw

English (LSJ)

[ῑ], form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 728] wider Einen urtheilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.

French (Bailly abrégé)

condamner d'avance, porter d'avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προκατακρίνω: (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.

Greek Monolingual

Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.