δακρυχαρής

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῠχᾰρής Medium diacritics: δακρυχαρής Low diacritics: δακρυχαρής Capitals: ΔΑΚΡΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: dakrycharḗs Transliteration B: dakrycharēs Transliteration C: dakrycharis Beta Code: dakruxarh/s

English (LSJ)

δακρυχαρές, delighting in tears, πλούτων IG14.769 (Naples); Λάθας κευθμών Mon.Ant.11.477 (Cret.); κνίσματα prob.l.inAP5.165 (Mel.).

Spanish (DGE)

(δακρῠχᾰρής) -ές
1 que se complace en el llanto, Ἀΐδας GVI 1154.11 (Samos II/I a.C.), Λάθας ... κευθμών ICr.2.23.22c.10 (Polirrenia I a.C.), Πλούτων INap.95.5 (I/II d.C.).
2 que produce un llanto alegre en las peleas amorosas κνίσματα AP 5.166 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 520] ές, sich an Thränen freuend, Πλούτων Anth. (App. 98); κνίσματα Mel. 103 (V, 166).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans les larmes.
Étymologie: δάκρυ, χαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυχαρής -ές [δάκρυ, χαίρω] zich verheugend over tranen.

Russian (Dvoretsky)

δακρυχᾰρής: радующийся слезам (κνίσματα Anth.).

Greek Monolingual

δακρυχαρής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στα δάκρυα («δακρυχαρής Πλούτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -χαρής < εχάρην, αόρ. του χαίρω (πρβλ. αιμοχαρής)].

Greek Monotonic

δακρυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που κλαίει με δάκρυα χαράς, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυχᾰρής: -ές, ὁ εὐχαρίστησιν εὐρίσκων εἰς δάκρυα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 98.

Middle Liddell

χαίρω
delighting in tears, Anth.