ἀγός
English (LSJ)
[ᾰ], οῦ, ὁ, (ἄγω) leader, chief, c. gen., Il.4.265, al., cf. Pi.N. 1.51, A.Supp.248,904 (lyr.), E.Rh.29 (lyr.), AP9.219 (Diod.).
Spanish (DGE)
-οῦ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 ὁ ἀ. jefe, caudillo esp. de Idomeneo y otros caudillos cretenses, c. gen. Ἰδομενεύς, Κρητῶν ἀγός Il.13.221, 259, 23.450, Ἰδομενεὺς δ' ἑτέρωθεν ἐνὶ Κρήτεσσι θεὸς ὣς ἕστηκ', ἀμφὶ δέ μιν Κρητῶν ἀγοὶ ἠγερέθονται Il.3.231, de jefes cretenses ἀγοὶ ἀνδρῶν (Meriones e Idomeneo) Il.13.304
•pero patrón ἀ. Κρητῶν h.Ap.463
•de otros pueblos Ἕκτωρ τ' ἠδ' ἄλλοι Τρώων ἀγοί Il.12.61, 17.335, cf. 5.217, Λυκίων Il.12.346, 359, 5.647, 7.13, E.Rh.29, Θρῃκῶν Il.4.519, Καδμείων Pi.N.1.51, cf. A.R.3.1245, gener. παρὰ δ' οἵ τ' ἀγοὶ ἄμμι μενόντων Il.23.160, ἀγὸς ἀνδρῶν Hes.Fr.196.1, Ibyc.1(a).21, λαῶν ἀγός Hes.Fr.25.34, ἀγὲ φωτῶν invocación a Ares h.Hom.8.5, πόλεως A.Supp.248, 905, Νέρων ἀγὸς ἄστυ Ῥέμοιο νεῖται AP 9.219 (Diod.Sard.).
2 ἡ ἀ. la agós o ‘guía’, sacerdotisa de Ártemis en Perga AB 212.
• Etimología: Cf. ἄγω.
German (Pape)
[Seite 21] ὁ. Führer, Heerführer, Il. oft; Pind. N. 1, 51; Aesch. Suppl. 245; Eur. Rhes. 29, u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγός: (ᾰ) ὁ предводитель, вождь Hom., Pind., Aesch., Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγός: [ᾰ], οῦ, ὁ, (ἄγω) ἡγεμών, ἀρχηγός, συχν. ἐν Ἰλ. μ. γεν., ὡς ἐν Δ. 265· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 1, 77, Αἰσχύλ. Ἱκ. 248, 904, Εὐρ. Ῥῆσ. 29 (λυρ). Ἀνθ. Π. 9. 219.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰγός leader, chief ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι (N. 1.51)
Greek Monotonic
ἀγός: [ᾰ], -οῦ, ὁ (ἄγω), ηγεμόνας, αρχηγός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.