κρεμάθρα

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, rope hung from a hook, Arist.Rh.1412a14; οὑπὶ τῆς κ. ἀνήρ, of Socrates, Ar.Nu.218 (basket or fowl-perch, Sch.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corbeille suspendue, où l'on conservait des aliments, garde-manger suspendu.
Étymologie: κρεμάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμάθρα -ας, ἡ [κρεμάννυμι] hangmand:. οὑπὶ τῆς κρεμάθρας ἀνήρ de man in de hangmand Aristoph. Nub. 218. haak (waaraan iets hangt).

German (Pape)

ἡ (κρεμάννυμι), Hängematte, Hängekorb, in der Komödie und Tragödie, Ar. Nub. 218, VLL, eine Hängemaschine, um einen Schauspieler in der Luft schwebend zu erhalten (vgl. auch κρεμάστρα); nach den Schol. auch σκεῦος εἰς ὃ τὰ περιττεύοντα ὄψα εἰώθαμεν ἀποτίθεσθαι. – Auch der Fruchtstiel, an dem die Frucht hängt.

Russian (Dvoretsky)

κρεμάθρα: (μᾰ) ἡ подвесная корзина Arph., Arst.

Greek Monolingual

η (Α κρεμάθρα)
νεοελλ.
1. κρεμάστρα
2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα της οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του
αρχ.
κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα, «φανάρι», «κλούβα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμα- του κρεμάννυμι + επίθημα -θρα- (πρβλ. εμβλήθρα, κολυμβήθρα)].

Greek Monotonic

κρεμάθρα: ἡ (κρεμάννυμι), δίχτυ ή καλάθι για την απόθεση ή το κρέμασμα πραγμάτων, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάθρα: ἡ, (κρεμάννυμι) κρεμάστρα, εἶδος καλαθίου κρεμαστοῦ ἢ σκεύους ἐν ᾧ ἐτίθεσαν τὰ περιττεύοντα ὄψα, κοινῶς «φανάρι», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5 (πρβλ. κρεμάστρα)· ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 218, κοφίνιον ἐν ᾧ ὁ Σωκράτης φαίνεται αἰωρούμενος εἰς τὸν ἀέρα κατὰ παρῴδησιν καὶ γελοιοποίησιν τῶν τραγικῶν μηχανῶν δι’ ὧν ἐνεφανίζοντο θεότητες ἐν τῷ ἀέρι.

Middle Liddell

κρεμάθρα, ἡ, κρεμάννυμι
a net or basket to hang things up in, Ar.