μεταβλέπω
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
A change one's point of view, Arat.186.
II look after or at, c. acc., A.R.1.726.
German (Pape)
[Seite 145] wonach blicken, ansehen; ἢ κεῖνο μεταβλέψειας ἔρευθος Ap. Rh. 4, 726; Arat. 186.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβλέπω: μεταφέρω τὸ βλέμμα μου, βλέπω ἐξ ἄλλου σημείου πρός τι, Ἄρατ. 186. ΙΙ. προσβλέπω, μετ’ αἰτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 726.
Greek Monolingual
μεταβλέπω (ΑM)
προσβλέπω, προσέχω ή κοιτάζω κάτι
μσν.
ξαναβλέπω
αρχ.
στρέφω το βλέμμα μου από ένα σημείο σε άλλο.