μεταβλέπω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
A change one's point of view, Arat.186.
II look after or at, c. acc., A.R.1.726.
German (Pape)
[Seite 145] wonach blicken, ansehen; ἢ κεῖνο μεταβλέψειας ἔρευθος Ap. Rh. 4, 726; Arat. 186.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβλέπω: μεταφέρω τὸ βλέμμα μου, βλέπω ἐξ ἄλλου σημείου πρός τι, Ἄρατ. 186. ΙΙ. προσβλέπω, μετ’ αἰτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 726.
Greek Monolingual
μεταβλέπω (ΑM)
προσβλέπω, προσέχω ή κοιτάζω κάτι
μσν.
ξαναβλέπω
αρχ.
στρέφω το βλέμμα μου από ένα σημείο σε άλλο.